- ποντοκράτωρ
- ποντο-κράτωρ [pron. full] [ᾰ], ορος, ὁ,A lord of the sea, Orph.H.17b.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποντοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κύριος τής θάλασσας, ο κυρίαρχος τού πόντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κράτωρ] … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek